συναγελαστικος

συναγελαστικος
    συναγελαστικός
    συν-ᾰγελαστικός
    3
    живущий стаями, стадный Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συναγελαστικος" в других словарях:

  • συναγελαστικός — gregarious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστικός — ή, όν, Α [συναγελάζομαι] 1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • συναγελαστικά — συναγελαστικός gregarious neut nom/voc/acc pl συναγελαστικά̱ , συναγελαστικός gregarious fem nom/voc/acc dual συναγελαστικά̱ , συναγελαστικός gregarious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστικῶν — συναγελαστικός gregarious fem gen pl συναγελαστικός gregarious masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστικόν — συναγελαστικός gregarious masc acc sg συναγελαστικός gregarious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστικαί — συναγελαστικός gregarious fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστικούς — συναγελαστικός gregarious masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστική — συναγελαστικός gregarious fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελαστικήν — συναγελαστικός gregarious fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԺՈՂՈՎԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0836 Chronological Sequence: 8c ա. συναγελαστικός congregabilis սիրող ժողովոյ՝ Բազմութեան՝ ընկերութեան. ընկերական. խմբական. *Ի միասին ժողովեալ բազումք հաղորդիմք միմեանց. քանզի եւ բնութեամբ ժողովասէր է մարդ, եւ քաղաքական կենդանի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»